ΔΙΕΥΡΥΝΩ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΟΥ....
Επιβάλλεται
Είναι ανάγκη
Είναι εποικοδομητικό
Είναι κοινωφελές
Θα ήταν σκόπιμο να…
Θα ήταν ωφέλιμο να…
Θα ήταν αποτελεσματικό…
Διαγράφεται ζωηρά η ανάγκη να
Είναι πρωταρχικής σημασίας
Αποτελεί αναγκαιότητα
Έχει βαρύνουσα/ κύρια σημασία
Είναι επιβεβλημένη/ επιτακτική ανάγκη
Είναι απαραίτητο
Απαιτείται/ προέχει να/ προϋποτίθεται ότι
Είναι ουσιαστικό να
ΣΥΝΩΝΥΜΑ
Αβρός = απαλός, τρυφερός, ευγενικός
Άγνοια = αμάθεια
Αδαής = άπειρος, ανήξερος
Αδηφαγία = λαιμαργία
Αθέμιτος = άνομος, ανήθικος
Ακμάζω = ευημερώ
Ακόρεστος = άπληστος
Ακριτομύθια = απερίσκεπτη φλυαρία
Αλλαγή = μετατροπή, αλλοίωση
Αλλοτρίωση = αποξένωση
Αμαθής = απαίδευτος
Αμβλύνω = μετριάζω
Αμεροληψία = αντικειμενικότητα
Αμετάβλητος = αναλλοίωτος
Αμετροέπεια = έλλειψη μέτρου στα λόγια
Αμοραλισμός = ανηθικότητα
Αμφισβητώ = διαφωνώ
Αναγκαίος = επιτακτικός
Αναδίφηση = έρευνα
Αναπόληση = νοσταλγία
Αναστέλλω = αναβάλλω
Αναχρονιστικός = απαρχαιωμένος
Ανελέητος = άσπλαχνος
Ανεπαίσθητος = αδιόρατος
Ανεπάρκεια = ανικανότητα
Ανία = πλήξη
Αντίστοιχος = ανάλογος
Αντιφατικός = αλλοπρόσαλλος
Απλοέπεια = απλή έκφραση στο λόγο
Αποδοκιμάζω = κατακρίνω
Αργκό = συνθηματική γλώσσα περιθωριακών ατόμων
Ασάφεια = αοριστία
Αυθεντικός = γνήσιος
Αυταρέσκεια = ναρκισσισμός
Αυτεξούσιος = ανεξάρτητος
Αυτοδιάθεση = αυτοδιοίκηση
Άτεγκτος = αλύγιστος
Ατέρμονος = αυτός που δεν έχει τέρμα
Αψιθυμικός = ευερέθιστος
Βαρβαρισμός = γλωσσικό σφάλμα
Βασικός = απαραίτητος
Βελτιώνω = καλυτερεύω
Βερμπαλισμός = λογοκοπία, αερολογία
Βίωμα = ό,τι έζησε κανείς.
Βουλιμία = αδηφαγία
Γλαφυρότητα = κομψότητα
Γνώση = σύνεση, κρίση
Γόνιμος = εύφορος
Γραικυλισμός = συμπεριφορά ατόμων χωρίς εθνική συνείδηση
Δανδής = κομψός νεαρός
Δεισιδαιμονία = πίστη στην ύπαρξη φαντασμάτων, δαιμόνων…
Δηκτικός = πειραχτικός
Δημαγωγία = δημοκοπία
Διαβάλλω = κατηγορώ
Διαπαιδαγωγώ = εκπαιδεύω
Διαστρέφω = διαστρεβλώνω
Διαφωτίζω = ενημερώνω
Διευκρινίζω = διασαφηνίζω
Δογματισμός = διατύπωση θέσεων χωρίς απόδειξη
Δουλαγώγηση = χειραγώγηση
Δύναμη = ρώμη, κύρος
Εγκώμιο = έπαινος
Έγνοια = φροντίδα
Ειδεχθής = απεχθής
Εισχωρώ = διεισδύω
Ειρωνία = κοροϊδία
Εκθειάζω = παινεύω
Εκκεντρικός = ιδιότροπος
Ελεύθερος = αδέσμευτος
Έλλειψη = στέρηση
Εναγόμενος = αυτός που του κάνουν μήνυση.
Ενάγων = αυτός που κάνει μήνυση
Ενεργούμενο = ανδράποδο, υποχείριο
Ενσταλάζω = δημιουργώ σιγά σιγά ένα συναίσθημα
Ενισχύω = ενδυναμώνω
Εξανδραποδισμός = υποδούλωση
Εξέλιξη = ανάπτυξη
Εξετάζω = ερευνώ
Εξιδανίκευση = η απόδοση ιδανικού χαρακτήρα
Εξουσιάζω = ποδηγετώ
Έπαρση = αλαζονεία
Επηρεάζω = επιδρώ
Επιδοκιμάζω = επικροτώ
Επίκαιρος = καίριος
Επιλέγω = διαλέγω
Επιλήψιμος = κατακριτέος
Επιμέλεια = φροντίδα
Επιρρεπής = αυτός που έχει ροπή σε κάτι, συνήθως κακό
Επιρροή = επίδραση
Ερμηνεύω = εξηγώ
Ευεπίφορος = επιρρεπής
Εύπεπτος = ευκολοχώνευτος
Ευεργετώ = βηθώ, ελεώ
Ευμετάβλητος = ασταθής
Ευνόητος = κατανοητός
Εύνοια = συμπάθεια
Ευόδωση = επιτυχία
Ευσταλής = καλοστεκούμενος
Ευτράπελος = αστείος
Εχέμυθος = έμπιστος
Ζοφερός = σκοτεινός
Ηθικός = τίμιος
Θεμιτός = νόμιμος
Θεσμός = νόμος, κανόνας
Θυμηδία = φαιδρότητα με ειρωνική διάθεση
Ιδανικό = όνειρο
Ιδιοποίηση = οικειοποίηση
Κάθειρξη = φυλάκιση
Καθεστώς = πολίτευμα
Καθήκον = υποχρέωση
Κενοτόμος = ανανεωτής
Καλλιεργώ = κατεργάζομαι, μορφώνω
Καλλωπίζω = ομορφαίνω
Καρικατούρα = γελοιογραφία
Καταγγέλλω = κατηγορώ
Κατανοώ = αντιλαμβάνομαι
Κατηγορία = μομφή
Κέλευσμα = πρόσταγμα
Κηλιδώνω = ντροπιάζω
Κίβδηλος = ψεύτικος
Κομφορμισμός = προσαρμογή ατόμου στη συμπεριφορά της ομάδας
Κορεσμός = χορτασμός
Κουλτούρα = πνευματικός πολιτισμός
Κούραση = κόπος
Κρίνω = σχολιάζω
Κύρος = ισχύς
Λεξιθηρία = αναζήτηση και χρήση εξεζητημένων λέξεων.
Λεξιλαγνεία = επιλογή εντυπωσιακών λέξεων
Λεξιπενία = εξαιρετικά περιορισμένο λεξιλόγιο
Λιτός = απλός
Λογοκλόπος = αυτός που ιδιοποιείται ξένη πνευματική εργασία
Λογοκόπος = ο λογάς
Λογύδριο = σύντομη αγόρευση
Λοιδορία = χλευασμός
Λυσιτελής = χρήσιμος
Ματαιοδοξία = έπαρση για μικρά και ασήμαντα πράγματα
Μέθοδος = σύστημα
Μειώνω = ελαττώνω
Μελλοντικός = προσεχής
Μεριμνώ = φροντίζω
Μεστός = πλήρης
Μεταβάλλω = αλλάζω
Μνησικακία = ανάμνηση κακού
Μομφά = κατηγορία
Μοχθηρός = κακεντρεχής
Νεολογισμός = νέα λέξη
Νοερός = ιδεατός
Νόημα = έννοια
Νύξη = υπαινιγμός
Ξακουστός = ονομαστός
Ξενότροπος = αυτός που ακολουθεί ξένο τρόπο ζωής
Ξεχωρίζω = αποχωρίζω
Οδηγώ = προπορεύομαι, κατευθύνω
Οίκτος = ευσπλαχνία
Οκνηρός = τεμπέλης
Όλεθρος = καταστροφή
Ολόκληρος = ακέραιος
Όμοιος = ίδιος
Ομόνοια = ομοφωνία
Ορίζω = οριοθετώ
Ουσία = ύπαρξη, υπόσταση
Παιδεύω = παιδαγωγώ
Παίρνω = λαμβάνω
Παραβαίνω = αθετώ
Παράδοξος = παράξενος
Παράκαιρος = ανεπίκαιρος
Παράλληλος = παρακείμενος
Παραμορφώνω = μετασχηματίζω
Παρέκβαση = απομάκρυνση από το θέμα
Παρέκκλιση = εκτροπή από διακηρυγμένη θέση
Παρεκτροπή = απόκλιση
Παροχή = χορηγία, χορήγηση, επιδότηση
Παρρησία = η ελεύθερη έκφραση γνώμης
Παρωδία = η παραποίηση ύφους ή θέματος
Παρωχημένος = ξεπερασμένος
Πατερναλιστικός = αυτός που με πρόσχημα προστασίας ασκεί έλεγχο
Πειθαρχία = υπακοή
Πεποίθηση = πίστη
Πιθηκισμός = μιμητισμός
Πίστη = πεποίθηση
Πλασματικός = ψεύτικος
Πλουραλιστικός = πολυφωνικός
Πολυκύμαντος = τρικυμιώδης
Πολυσημία = ύπαρξη πολλών σημασιών.
Πολύπλευρος = πολυμερής
Πόρπη = καρφίτσα
Πουριτανισμός = η ηθική καθαρότητα
Προγονόπληκτος = ο υπέρμετρα προσκολλημένος στο παρελθόν.
Προκατάληψη = μεροληψία
Πρόληψη = πίστη σε ανύπαρκτες δυνάμεις
Προοδόπληκτος = αυτός που αρνείται εύκολα το παρελθόν.
Προσποιητός = τεχνητός, επιτηδευμένος
Προσχηματικός = αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα
Πρότυπο = υπόδειγμα
Ρακένδυτος = ο κουρελής
Ραστώνη = τεμπελιά
Ραφιναρισμένος = ο εκλεπτυσμένος
Ρεκλάμα = διαφήμιση
Ρηξικέλευθος = νεοτεριστής, καινοτόμος
Σαφής = ευκρινής
Σέβομαι = ευλαβούμαι
Σθένος = δύναμη
Σκανδαλοθηρικός = αυτός που επιδιώκει την ανακάλυψη σκανδάλων
Σκέψη = συλλογισμός
Σκώμμα = λόγος πειρακτικός
Σολικισμός = ασυνταξία
Σπουδαίος = σημαντικός
Στιχομυθία = διάλογος με στίχους
Στρεψόδικος = αυτός που διαστρέφει σκόπιμα την αλήθεια
Συγκρίνω = παραβάλλω
Συμβάλλω = συνενώνω
Συμφωνώ = αποδέχομαι
Συνείδηση = αντίληψη
Συνειρμός = αλληλουχία
Συλφίδα = λυγερόκορμη γυναίκα
Συνέπεια = επακόλουθο
Συνεχής = αδιάκοπος
Σύνθετος = πολυσχιδής
Σφετερισμός = παράνομη ιδιοποίηση
Σχετικός = συναφής
Τέρψη = ευχαρίστηση
Τεχνητός = αυτός που γίνεται με τέχνη
Τροχοπέδη = εμπόδιο
Τυραννικός = απολυταρχικός
Υλοποιώ = πραγματοποιώ
Ύπαρξη = υπόσταση
Υπεξαίρεση = κλοπή
Υπερασπίζω = προασπίζω, συνηγορώ
Υπερφαλαγγίζω = ξεπερνώ
Υποδαυλίζω = υποκινώ έμμεσα, υποθάλπω
Υποκουλτούρα = χαμηλής ποιότητας πολιτιστικό έργο
Υπόλογος = αυτός που έχει να δώσει λόγο
Ύφεση = μείωση, υποχώρηση
Φαλκιδεύω = αποστερώ, περιορίζω
Φερέφωνο = αντίλαλος, άνθρωπος που εκφράζει τις απόψεις άλλου
Φιλονείκό πνεύμα = νεοτεριστικό πνεύμα
Φιλαρέσκεια = το γνώρισμα αυτού που θέλει να αρέσει
Χειραγώγηση = καθοδήγηση
Χειραφέτηση = απελευθέρωση
Χλεύη = κοροίδία
Ψευδής = πλαστός , κίβδηλος
Ψόγος = κατηγορία
Ωθώ = σπρώχνω
Ωφέλεια = κέρδος
ΑΝΤΩΝΥΜΑ
Αβρός : αγροίκος
Άγνοια : γνώση
Αδαής : ειδήμονας
Αδηφαγία : εγκράτεια
Αθέμιτος : θεμιτός, νόμιμος
Ακόρεστος : εγκρατής
Αλλαγή : στασιμότητα
Αλλοτρίωση : επικυριαρχία
Αμαθής : εγγράμματος
Αμβλύνω : οξύνω
Αμεροληψία : μεροληπτικότητα
Αμφισβητώ : αναγνωρίζω
Αναγκαίος : προαιρετικός
Αναδίφηση : αδιαφορία
Ανελέητος : ευσπλαχνικός
Ανεπάρκεια : πληρότητα
Ανία : ευθυμία
Αντίστοιχος : δυσανάλογος
Απαλλαγή : υποδούλωση
Αποδοκιμάζω : επικροτώ
Ασάφεια : ευκρίνεια
Άσκηση : ακινησία
Αυθεντικός : πλαστός
Αυτεξούσιος : υποτελής
Άτεγκτος : πονόψυχος
Βελτιώνω : χειροτερεύω
Βερμπαλισμός : ουσία
Γνώση : άγνοια
Γόνιμος : άγονος, στέρφος
Δηλώνω : κρύπτω
Δημιουργώ : φθείρω
Διαβάλλω : εγκωμιάζω
Διαπαιδαγωγώ : παραπλανώ
Διαστρέφω : ευθυγραμμίζω
Διαφωτίζω : συσκοτίζω
Διευκρινίζω : μπερδεύω
Εγκώμιο : επίπληξη
Έγνοια : ανεμελιά
Ειρωνεία : θαυμασμός
Εκθειάζω : κατακρίνω
Εκζήτηση : φυσικότητα
Ελεύθερος : δούλος
Έλλειψη : επάρκεια
Εναγόμενος : ενάγων
Ενισχύω : αποδυναμώνω
Εξέλιξη : στασιμότητα, παρακμή
Επιδοκιμάζω : αποδοκιμάζω
Επίκαιρος : άκαιρος
Επιλέγω : απορρίπτω
Επιλήψιμος : άμεμπτος
Ερμηνεύω : διαστρέφω
Εύπεπτος : δύσπεπτος
Ευμετάβλητος : σταθερός
Ευνόητος : δυσνόητος, στρυφνός
Εύνοια : δυσμένεια
Ευόδωση : αποτυχία
Εχέμυθος : ακριτόμυθος
Ζοφερός : λαμπρός
Ηθικός : ανήθικος
Θεμιτός : αθέμιτος
Ιδανικό : ατέλεια
Καθεστώς : ρευστότητα
Καθήκον : δικαίωμα
Κενοτόμος : συντηριτικός
Καλλιεργώ : αμελώ
Καλλωπίζω : ασχημίζω
Καταγγέλλω : υπερασπίζομαι
Κατηγορία : έπαινος
Κίβδηλος : γνήσιος
Κούραση : ανάπαυση
Κύρος : αδυναμία
Λιτός : πλούσιος
Λυσιτελής : ατελέσφορος
Μειώνω : αυξάνω
Μεριμνώ : αμελώ
Μεστός : άδειος
Μεταβάλλω : σταθεροποιώ
Μομφή : έπαινος
Μοχθηρός : καλοκάγαθος
Νοερός : αισθητός
Ξακουστός : άσημος
Ξεχωρίζω : συνδέω
Οδηγώ : εκτρέπω
Οίκτος : αναλγησία
Οκνηρός : δραστήριος
Όλεθρος : σωτηρία
Ολόκληρος : τμηματικός
Όμοιος : διαφορετικός
Ομόνοια : διχόνοια
Ορίζω : αοριστολογώ
Ουσία : δευτερεύον
Παίρνω : παραχωρώ
Παραβαίνω : σέβομαι
Παράδοξος : φυσικός
Παράκαιρος : επίκαιρος
Παράλληλος : τεμνόμενος
Παραμορφώνω : μορφοποιώ
Παρεκτροπή : ευθυδρομία
Παροχή : στέρηση
Πειθαρχία : ανυπακοή
Πεποίθηση : αβεβαιότητα
Πίστη : απιστία
Προκατάληψη : αντικειμενικότητα
Προσποιητός : ανεπιτήδευτος
Ραστώνη : ενεργητικότητα
Ρεκλάμα : δυσφήμιση
Σαφής : συγκεχυμένος
Σέβομαι : περιφρονώ
Σθένος : αδυναμία
Σκέψη : αστοχασιά
Σπουδαίος : ασήμαντος
Συμφωνώ : διαφωνώ
Συνείδηση : αναισθησία
Συνέπεια : ανακολουθία
Συνεχής : στιγμιαίος
Σύνθετος : απλός
Σχετικός : άσχετος
Τέρψη : δυσαρέσκεια
Τυραννικός : δημοκρατικός
Ύπαρξη : απουσία
Υπερασπίζω : κατηγορώ
Ύφεση : επιδείνωση
Ψευδής : αληθινός
Ωθώ : έλκω
Ωφέλεια : ζημιά
Μας καλομάθατε με τη Γλώσσα της Γ Γυμνασίου και περιμένουμε κάτι για τις ενότητες 6 και 7. Ευχαριστούμε και πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφή